ποτί

ποτί
και βοιωτ. τ. πόδ και πόκ και ποί και κατ' αποκοπήν ποτ και πος Α
πρόθ. (δωρ. τ.) προς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. και αιολ. τ. ισοδύναμος με την πρόθεση πρός*, προτί, που αντιστοιχεί με αβεστ. paiti, αρχ. περσ. patiy «απέναντι, εναντίον, κοντά», καθώς και με τον μυκηναϊκό τ. posi (πρβλ. αρκαδ. τ. πός). Η λ. απαντά συχνά με τη μορφή ποτ (ή πο-), με αποκοπή κυρίως πριν από το άρθρο (πρβλ. ποτόν* < ποτ τόν, ποτούς < ποτ τούς), ενώ οι τ. πόδ, πόκ έχουν σχηματιστεί με αφομοίωση ανάλογα με το αρκτικό σύμφωνο τής λ. που ακολουθεί. Τέλος, ο αργίτικος τ. ποι έχει προέλθει πιθ. από το ποτί με ανομοίωση και απαντά πριν από λέξεις με αρκτικό οδοντικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποτί — πρός on the side of epic doric (indeclform prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότι — πότης drinker fem voc sg πότις one who drinks hot drinks fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατικά — Ποτῑδαιατικά , Ποτιδαιατικός neut nom/voc/acc pl Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαιατικά̱ , Ποτιδαιατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτας — Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc acc pl Ποτῑδαιά̱τᾱς , Ποτιδαιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαία — Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual Ποτῑδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱ , Ποτιδαία fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαίας — Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτῑδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem acc pl Ποτιδαίᾱς , Ποτιδαία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιατῶν — Ποτῑδαιᾱτῶν , Ποτιδαιάτης masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιᾶται — Ποτῑδαιᾶται , Ποτιδαιάτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάταις — Ποτῑδαιά̱ταις , Ποτιδαιάτης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ποτιδαιάτης — Ποτῑδαιά̱της , Ποτιδαιάτης masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”